Τι είναι ο Ψυχίατρος?

Η ψυχιατρική είναι η ιατρική ειδικότητα που αφορά τη μελέτη, τη διάγνωση, τη θεραπεία και την πρόληψη των ψυχικών διαταραχών. Αυτές περιλαμβάνουν ποικίλες ανωμαλίες που σχετίζονται με το συναίσθημα, τη συμπεριφορά, τη διανόηση και την αντίληψη.
Η αρχική ψυχιατρική εκτίμηση ενός ατόμου τυπικά ξεκινάει με τη λήψη ιστορικού του ασθενούς και την εξέταση της νοητικής του κατάστασης. Ψυχολογικά τεστ και σωματικές εξετάσεις μπορεί να διεξαχθούν και περιλαμβάνουν σε μερικές περιπτώσεις τη χρήση τεχνικών νευροαπεικόνισης ή άλλων νευροφυσιολογικών τεχνικών.
Η διάγνωση των ψυχικών διαταραχών, συνήθως, πραγματοποιείται σύμφωνα με κριτήρια που έχουν απαριθμηθεί σε εγχειρίδια όπως το ευρέως γνωστό "Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM)" (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών), που έχει εκδοθεί από τον Αμερικανικό Ψυχιατρικό Σύλλογο (American Psychiatric Association) και την "International Classification of Diseases] (ICD)" (Διεθνής ταξινόμηση των Ασθενειών), που έχει επιμεληθεί και χρησιμοποιηθεί από τον Παγκόσμιο οργανισμό Υγείας. Η πέμπτη έκδοση του DSM εκδόθηκε το 2013 και η εξέλιξή του αναμενόταν να παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον σε πολλά ιατρικά πεδία.[1]
Η πρακτική της συνδυασμένης θεραπείας της ψυχιατρικής φαρμακευτικής αγωγής με την ψυχοθεραπεία έχει γίνει ο πιο συνηθισμένος τρόπος αντιμετώπισης ψυχικών ασθενειών στη σημερινή εποχή. ( και αυτό προυποθέτει ο ψυχίατρος να έχει ειδικευθεί σε μια μορφή ψυχοθεραπέιας και να είναι και " ψυχοθεραπευτής" ή να συνδυαστεί με ψυχοθεραπευτή) [2] Αλλά η σύγχρονη πρακτική συμπεριλαμβάνει, επίσης, μια μεγάλη ποικιλία από άλλες μεθόδους, όπως για παράδειγμα επιθετική κοινοτική θεραπεία (assertive community treatment), συλλογική ενίσχυση (community reinforcement]) και υποστηρικτική εργασία ([supported employment). Η θεραπεία μπορεί να γίνεται σε ασθενείς που είτε νοσηλεύονται ή βρίσκονται εκτός νοσοκομείου, ανάλογα με τη σοβαρότητα της λειτουργικής αναπηρίας ή άλλες πλευρές των εν λόγω διαταραχών.Η έρευνα και η αντιμετώπιση στην ψυχιατρική συνολικά διεξάγεται σε διεπιστημονική βάση, στην οποία συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ψυχολόγοι, νοσοκόμες, κοινωνικοί λειτουργοί, ραδιολόγοι, επιδημιολόγοι ή ειδικοί δημόσιας υγείας.
Όλοι οι ιατροί μπορούν να διαγνώσουν ψυχικές διαταραχές και να χορηγήσουν θεραπείες χρησιμοποιώντας της αρχές της ψυχιατρικής.Οι ψυχίατροι είναι είτε:
1) κλινικοί ιατροί που εξειδικεύονται στην ψυχιατρική και έχουν πιστοποίηση στο να αντιμετωπίζουν ψυχικές ασθένειες.[28] ή
2) επαγγελματίες στο ακαδημαϊκό πεδίο της ψυχιατρικής που έχουν χαρακτηριστεί ως ερευνητές ιατροί σ'αυτόν το τομέα.
Οι ψυχίατροι μπορούν επίσης ,μέσω σημαντικής εκπαίδευσης να διεξάγουν ψυχοθεραπεία, ψυχανάλυση και γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, αλλά είναι η εκπαίδευσή τους ως ιατροί που τους διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους επαγγελματίες ψυχικής υγείας.[28] Υπάρχει μια σημαντική έλλειψη ψυχιάτρων στις Η.Π.Α. και σε άλλες περιοχές, που τους οδηγεί στην προσπάθεια περαιτέρω επέκτασης των υπηρεσιών τους χρησιμοποιώντας τεχνολογίες τηλεϊατρικής και άλλες μεθόδους.[29]
Τα άτομα με θέματα ψυχικής υγείας συχνά αναφέρονται ως ασθενείς αλλά μπορεί και να χαρακτηριστούν πελάτες, καταναλωτές ή αποδέκτες υπηρεσιών. Μπορεί να βρεθούν υπό τη φροντίδα ενός ψυχιάτρου από πολλά μονοπάτια, τα δύο πιο συνηθισμένα είναι η αυτοπαραπομπή ή η παραπομπή από κάποιον ιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας. Εναλλακτικά, ένα άτομο μπορεί να παραπεμφθεί από νοσοκομειακούς υπαλλήλους, από δικαστική εντολή,με ακούσια δέσμευση ή στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία,λόγω παράβασης του νόμου ψυχικής υγείας (mental health law).
Τα άτομα που υποβάλλονται σε μία ψυχιατρική εκτίμηση αξιολογούνται από έναν ψυχίατρο για την ψυχική και σωματική τους υγεία. Αυτό, συνήθως, περιλαμβάνει τη συνέντευξη με αυτό το άτομο και συχνά την πρόσληψη πληροφοριών από άλλες πηγές όπως άλλοι επαγγελματίες ψυχικής και κοινωνικής υγείας,συγγενείς,συναναστροφές,προσωπικό επιβολής του νόμου, προσωπικό έκτακτης ιατρικής και ψυχιατρικές κλίμακες αξιολόγησης. Πραγματοποιείται μία εξέταση ψυχικής κατάστασης και μια σωματική εξέταση ώστε να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει ασθένεια που μπορεί να συνεισφέρει σε ένα πιθανό ψυχιατρικό πρόβλημα.Μία σωματική εξέταση μπορεί επίσης να εξυπηρετήσει στην αναγνώριση για σημάδια αυτοτραυματισμού.Αυτή η εξέταση συχνά πραγματοποιείται από κάποιον άλλον και όχι από ψυχίατρο, ειδικά εάν περιλαμβάνουν εξετάσεις αίματος και ιατρικές απεικονίσεις.
Όπως οι περισσότερες φαρμακευτικές αγωγές, έτσι και τα φάρμακα που χορηγούνται από ψυχιάτρους μπορεί να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στους ασθενείς, και μερικά απ'αυτά απαιτούν συνεχή έλεγχο των θεραπευτικών ουσιών, όπως για παράδειγμα εξετάσεις αίματος που μετρούν τα επίπεδα των φαρμάκων στον ορό, νεφρική λειτουργία, ηπατική λειτουργία και/ή λειτουργία του θυρεοειδούς. Η ηλεκτροσπασματοθεραπεία Electroconvulsive therapy (ECT)] γίνεται μερικές φορές σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως σε αυτές που δεν ανταποκρίνονται στην αγωγή.Η αποτελεσματικότητα[54][55] και οι δυσμενείς επιπτώσεις των ψυχιατρικών φαρμάκων μπορεί να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή.
Για πολλά χρόνια, η αντιπαράθεση συμπεριελάμβανε τη χρήση της ακούσιας θεραπείας και τη χρήση του όρου "έλλειψη διορατικότητας" για το χαρακτηρισμό των ασθενών. Οι νόμοι των ψυχικών ασθενειών ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των δικαιοδοσιών, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, η ακούσια ψυχιατρική θεραπεία επιτρέπεται όταν κρίνεται οτι υπάρχει ρίσκο για τον ασθενή ή άλλους εξαιτίας της ασθένειάς του.Η ακούσια θεραπεία αναφέρεται στη θεραπεία που χορηγείται βάση των συστάσεων του θεράποντος ψυχιάτρου χωρίς να απαιτεί τη συγκατάθεση του ασθενούς.[56]
Τα θέματα ψυχικής υγείας όπως οι διαταραχές της διάθεσης, η σχιζοφρένεια και άλλες ψυχωτικές διαταραχές ήταν οι πιο κοινές αρχικές διαγνώσεις για το Medicaid στις Η.Π.Α. το 2012.[57]
Εσωτερικοί ασθενείςΟι ψυχιατρικές θεραπείες έχουν αλλάξει πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Στο παρελθόν, οι ψυχιατρικοί ασθενείς συχνά, νοσηλεύονταν για έξι μήνες ή παραπάνω, ενώ μερικές περιπτώσεις περιελάμβαναν τη νοσηλεία για πολλά χρόνια. Σήμερα, οι άνθρωποι που λαμβάνουν ψυχιατρική θεραπεία είναι πιθανόν να αντιμετωπιστούν ως ασθενείς εκτός νοσοκομείου. Εάν η νοσηλεία είναι απαραίτητη, η παραμονή σε ένα μέσο νοσοκομείο είναι περίπου δύο εβδομάδες, με ένα μικρό αριθμό να απαιτεί μακροχρόνια νοσηλεία.
Οι εσωτερικοί ασθενείς στην ψυχιατρική είναι άνθρωποι που εισάγονται σε ένα νοσοκομείο ή σε μία κλινική ώστε να λάβουν ψυχιατρική φροντίδα. Μερικοί που εισάγονται χωρίς τη θέλησή τους, ίσως εσωκλείονται σε ένα ασφαλές νοσοκομείο ή σε μερικές περιπτώσεις σε κάποια εγκατάσταση μέσα σε ένα σωφρονιστικό σύστημα.Σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α. και του Καναδά, τα κριτήρια για την εισαγωγή χωρίς τη θέληση του ασθενούς ποικίλλουν και αφορούν την τοπική δικαιοδοσία. Μπορεί να είναι τόσο ελεύθεροι εάν έχουν μία ψυχική διαταραχή, ή περιορισμένοι εάν αποτελούν άμεσο κίνδυνο για τους εαυτούς ή/και άλλους. Η διαθεσιμότητα των κρεβατιών είναι συχνά ο κύριος λόγος για την απόφαση εισαγωγής ενός ασθενούς σε πιεσμένες δημόσιες εγκαταστάσεις. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα περιορίζει την κράτηση σε πιστοποιημένες ιατρικά υποθέσεις ψυχικής διαταραχής και προσθέτει το δικαίωμα του έγκαιρου δικαστικού ελέγχου της κράτησης.
Οι άνθρωποι μπορούν να εισαχθούν εθελοντικά αν ο θεράπων ιατρός θεωρεί ότι η ασφάλεια δεν διακινδυνεύεται από αυτήν τη λιγότερο περιοριστική επιλογή.People may be admitted voluntarily if the treating doctor considers that safety isn't compromised by this less restrictive option.Οι θάλαμοι των εσωτερικών ασθενών της ψυχιατρικής μπορεί να είναι ασφαλείς( για αυτούς που φέρεται να έχουν ένα συγκεκριμένο ρίσκο βίας ή αυτοτραυματισμού) ή ξεκλείδωτο/ανοιχτό.Μερικοί θάλαμοι είναι μεικτοί ενώ οι θάλαμοι ίδιου φύλου είναι ολοένα και πιο ευνοημένες για την προστασία των γυναικών που είναι εσωτερικοί ασθενείς.Μέσα στη φροντίδα του νοσοκομείου, τα άτομα αξιολογούνται, ελέγχονται και συχνά τους χορηγείται αγωγή και φροντίδα από μία πολυεπιστημονική ομάδα, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει ιατρούς, φαρμακοποιούς, ψυχιατρικές νοσοκόμες, κλινικοί ψυχολόγοι,ψυχοθεραπευτές, κοινωνικοί λειτουργοί και εργοθεραπευτές.Εάν ένα άτομο που λαμβάνει θεραπεία σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο θεωρηθεί ότι παρουσιάζει κάποιο ρίσκο να βλάψει τον εαυτό του ή άλλους, τότε μπορεί να μπει σε συνεχή ή διακοπτόμενη επίβλεψη ένας προς έναν και μπορεί να είναι σωματικά περιορισμένος ή φαρμακευτικά. Τα άτομα σε εσωτερικούς θαλάμους μπορεί να επιτρέπεται να φεύγουν για κάποιες περιόδους, είτε με συνοδεία ή μόνοι τους.[58]
Σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, υπάρχει μια μαζική μείωση των ψυχιατρικών κρεβατιών από μέσα του εικοστού αιώνα, με την ανάπτυξη της κοινοτικής φροντίδας.Οι προδιαγραφές της εσωτερικής φροντίδας ασθενών παραμένει πρόκληση σε μερικά δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα, εξαιτίας του επιπέδου της χρηματοδότησης και οι εγκαταστάσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι τυπικά υπερβολικά ακατάλληλα εξαιτίας του ίδιου λόγου.Ακόμα και στις αναπτυγμένες χώρες, τα προγράμματα σε δημόσια νοσοκομεία ποικίλλουν. Μερικά μπορεί να προσφέρουν δομημένες δραστηριότητες και θεραπείες που προσφέρονται από πολλές προοπτικές , ενώ άλλα μπορεί να έχουν χρηματοδότηση μόνο για χορήγηση φαρμάκων και έλεγχο των ασθενών.Αυτό μπορεί να είναι προβληματικό αφού το μέγιστο επίπεδο της θεραπευτικής εργασίας δεν λαμβάνει χώρα στο περιβάλλον του νοσοκομείου.Αυτό εξηγεί γιατί να νοσοκομεία χρησιμοποιούνται σε περιορισμένες περιπτώσεις και στιγμές κρίσεων στις οποίες οι ασθενείς αποτελούν άμεση απειλή για τους εαυτούς τους ή τους άλλους.Εναλλακτικές στα ψυχιατρικά ιδρύματα που μπορούν να προσφέρουν ενεργά περισσότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις αποτελούν τα κέντρα αποτοξίνωσης.
Θεραπεία εκτός νοσοκομείουΟι θεραπείες εκτός νοσοκομείου περιλαμβάνουν περιοδικές επισκέψεις σε ψυχίατρο για συμβουλές στο γραφείο του/της, ή στην κοινοτική κλινική. Οι αρχικές συνεδρίες, στις οποίες ο ψυχίατρος αξιολογεί τον ασθενή διαρκεί 45 με 75 λεπτά. Οι επόμενες συνεδρίες έχουν λιγότερη διάρκεια, δηλ. 15 με 30 λεπτά, ενώ ο ιατρός επικεντρώνεται σε ρύθμιση της αγωγής, στον έλεγχο πιθανών αντιδράσεων στα φάρμακα, στην πιθανή επίδραση άλλων ψυχικών διαταραχών στη νοητική και συναισθηματική λειτουργία του ασθενή και στο να τον συμβουλεύουν σχετικά με αλλαγές που θα χρειαστεί να κάνουν ώστε να διευκολύνουν τη θεραπεία και να μειώσουν την εμφάνιση συμπτωμάτων. (π.χ. άσκηση, τεχνικές νοητικής θεραπείας, υγιεινή του ύπνου και πολλά άλλα).Η συχνότητα με την οποία ένας ψυχίατρος παρακολουθεί έναν ασθενή ποικίλλει ευρέως, από μία φορά το μήνα μέχρι δύο φορές το χρόνο, και εξαρτάται από τον τύπο , τη σοβαρότητα και τη σταθερότητα της κατάστασης κάθε ατόμου και επίσης στο τι θα αποφασίσει ο ιατρός με τον ασθενή οτι θα ήταν το καλύτερο.
Με αυξανόμενο ρυθμό, οι ψυχίατροι περιορίζουν τις πρακτικές τους στην ψυχοφαρμακολογία (συνταγογράφηση), το οποίο αντιτίθεται σε προηγούμενες μεθόδους στις οποίες ο ψυχίατρος παρέχει παραδοσιακά 50λεπτες συνεδρίες, όπου η ψυχοφαρμακολογία αποτελεί ένα μέρος, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της συμβουλευτικής καταλάμβανε η "λογο-θεραπεία" Αυτή η αλλαγή άρχισε στις αρχές του 1980 και επιταχύνθηκε το 1999 και το 2000.[59] 'Ενας κύριος λόγος για αυτή την αλλαγή ήταν ο ερχομός της διαχείρισης των ασφαλιστικών προγραμμάτων φροντίδας, τα οποία άρχισαν να περιορίζουν την αποζημίωση των ψυχοθεραπευτικών συνεδριών που παρέχονταν απ'τους ψυχιάτρους.Η βασική παραδοχή ήταν ότι η ψυχοφαρμακολογία ήταν τουλάχιστον τόσο αποτελεσματική όσο η ψυχοθεραπεία, και θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πιο αποτελεσματικά εφόσον χρειαζόταν λιγότερος χρόνος για το ραντεβού.[60][61][62][63][64][65] Για παράδειγμα, οι περισσότεροι ψυχίατροι προγραμματίζουν τρία ή τέσσερα συνεχόμενα ραντεβού την ώρα, το οποίο αντιτίθεται στην παρακολούθηση ενός ασθενή ανά ώρα στο παραδοσιακό ψυχοθεραπευτικό μοντέλο. Εξαιτίας αυτής της αλλαγής στα μοντέλα τις πρακτικής, οι ψυχίατροι συχνά παραπέμπουν τους ασθενείς, για τους οποίους πιστεύουν ότι θα επωφεληθούν απ'την ψυχοθεραπεία σε άλλους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όπως κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι.[66]
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A8%CF%85%CF%87%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE
Η αρχική ψυχιατρική εκτίμηση ενός ατόμου τυπικά ξεκινάει με τη λήψη ιστορικού του ασθενούς και την εξέταση της νοητικής του κατάστασης. Ψυχολογικά τεστ και σωματικές εξετάσεις μπορεί να διεξαχθούν και περιλαμβάνουν σε μερικές περιπτώσεις τη χρήση τεχνικών νευροαπεικόνισης ή άλλων νευροφυσιολογικών τεχνικών.
Η διάγνωση των ψυχικών διαταραχών, συνήθως, πραγματοποιείται σύμφωνα με κριτήρια που έχουν απαριθμηθεί σε εγχειρίδια όπως το ευρέως γνωστό "Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (DSM)" (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών), που έχει εκδοθεί από τον Αμερικανικό Ψυχιατρικό Σύλλογο (American Psychiatric Association) και την "International Classification of Diseases] (ICD)" (Διεθνής ταξινόμηση των Ασθενειών), που έχει επιμεληθεί και χρησιμοποιηθεί από τον Παγκόσμιο οργανισμό Υγείας. Η πέμπτη έκδοση του DSM εκδόθηκε το 2013 και η εξέλιξή του αναμενόταν να παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον σε πολλά ιατρικά πεδία.[1]
Η πρακτική της συνδυασμένης θεραπείας της ψυχιατρικής φαρμακευτικής αγωγής με την ψυχοθεραπεία έχει γίνει ο πιο συνηθισμένος τρόπος αντιμετώπισης ψυχικών ασθενειών στη σημερινή εποχή. ( και αυτό προυποθέτει ο ψυχίατρος να έχει ειδικευθεί σε μια μορφή ψυχοθεραπέιας και να είναι και " ψυχοθεραπευτής" ή να συνδυαστεί με ψυχοθεραπευτή) [2] Αλλά η σύγχρονη πρακτική συμπεριλαμβάνει, επίσης, μια μεγάλη ποικιλία από άλλες μεθόδους, όπως για παράδειγμα επιθετική κοινοτική θεραπεία (assertive community treatment), συλλογική ενίσχυση (community reinforcement]) και υποστηρικτική εργασία ([supported employment). Η θεραπεία μπορεί να γίνεται σε ασθενείς που είτε νοσηλεύονται ή βρίσκονται εκτός νοσοκομείου, ανάλογα με τη σοβαρότητα της λειτουργικής αναπηρίας ή άλλες πλευρές των εν λόγω διαταραχών.Η έρευνα και η αντιμετώπιση στην ψυχιατρική συνολικά διεξάγεται σε διεπιστημονική βάση, στην οποία συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ψυχολόγοι, νοσοκόμες, κοινωνικοί λειτουργοί, ραδιολόγοι, επιδημιολόγοι ή ειδικοί δημόσιας υγείας.
Όλοι οι ιατροί μπορούν να διαγνώσουν ψυχικές διαταραχές και να χορηγήσουν θεραπείες χρησιμοποιώντας της αρχές της ψυχιατρικής.Οι ψυχίατροι είναι είτε:
1) κλινικοί ιατροί που εξειδικεύονται στην ψυχιατρική και έχουν πιστοποίηση στο να αντιμετωπίζουν ψυχικές ασθένειες.[28] ή
2) επαγγελματίες στο ακαδημαϊκό πεδίο της ψυχιατρικής που έχουν χαρακτηριστεί ως ερευνητές ιατροί σ'αυτόν το τομέα.
Οι ψυχίατροι μπορούν επίσης ,μέσω σημαντικής εκπαίδευσης να διεξάγουν ψυχοθεραπεία, ψυχανάλυση και γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, αλλά είναι η εκπαίδευσή τους ως ιατροί που τους διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους επαγγελματίες ψυχικής υγείας.[28] Υπάρχει μια σημαντική έλλειψη ψυχιάτρων στις Η.Π.Α. και σε άλλες περιοχές, που τους οδηγεί στην προσπάθεια περαιτέρω επέκτασης των υπηρεσιών τους χρησιμοποιώντας τεχνολογίες τηλεϊατρικής και άλλες μεθόδους.[29]
Τα άτομα με θέματα ψυχικής υγείας συχνά αναφέρονται ως ασθενείς αλλά μπορεί και να χαρακτηριστούν πελάτες, καταναλωτές ή αποδέκτες υπηρεσιών. Μπορεί να βρεθούν υπό τη φροντίδα ενός ψυχιάτρου από πολλά μονοπάτια, τα δύο πιο συνηθισμένα είναι η αυτοπαραπομπή ή η παραπομπή από κάποιον ιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας. Εναλλακτικά, ένα άτομο μπορεί να παραπεμφθεί από νοσοκομειακούς υπαλλήλους, από δικαστική εντολή,με ακούσια δέσμευση ή στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία,λόγω παράβασης του νόμου ψυχικής υγείας (mental health law).
Τα άτομα που υποβάλλονται σε μία ψυχιατρική εκτίμηση αξιολογούνται από έναν ψυχίατρο για την ψυχική και σωματική τους υγεία. Αυτό, συνήθως, περιλαμβάνει τη συνέντευξη με αυτό το άτομο και συχνά την πρόσληψη πληροφοριών από άλλες πηγές όπως άλλοι επαγγελματίες ψυχικής και κοινωνικής υγείας,συγγενείς,συναναστροφές,προσωπικό επιβολής του νόμου, προσωπικό έκτακτης ιατρικής και ψυχιατρικές κλίμακες αξιολόγησης. Πραγματοποιείται μία εξέταση ψυχικής κατάστασης και μια σωματική εξέταση ώστε να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει ασθένεια που μπορεί να συνεισφέρει σε ένα πιθανό ψυχιατρικό πρόβλημα.Μία σωματική εξέταση μπορεί επίσης να εξυπηρετήσει στην αναγνώριση για σημάδια αυτοτραυματισμού.Αυτή η εξέταση συχνά πραγματοποιείται από κάποιον άλλον και όχι από ψυχίατρο, ειδικά εάν περιλαμβάνουν εξετάσεις αίματος και ιατρικές απεικονίσεις.
Όπως οι περισσότερες φαρμακευτικές αγωγές, έτσι και τα φάρμακα που χορηγούνται από ψυχιάτρους μπορεί να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στους ασθενείς, και μερικά απ'αυτά απαιτούν συνεχή έλεγχο των θεραπευτικών ουσιών, όπως για παράδειγμα εξετάσεις αίματος που μετρούν τα επίπεδα των φαρμάκων στον ορό, νεφρική λειτουργία, ηπατική λειτουργία και/ή λειτουργία του θυρεοειδούς. Η ηλεκτροσπασματοθεραπεία Electroconvulsive therapy (ECT)] γίνεται μερικές φορές σε σοβαρές περιπτώσεις, όπως σε αυτές που δεν ανταποκρίνονται στην αγωγή.Η αποτελεσματικότητα[54][55] και οι δυσμενείς επιπτώσεις των ψυχιατρικών φαρμάκων μπορεί να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή.
Για πολλά χρόνια, η αντιπαράθεση συμπεριελάμβανε τη χρήση της ακούσιας θεραπείας και τη χρήση του όρου "έλλειψη διορατικότητας" για το χαρακτηρισμό των ασθενών. Οι νόμοι των ψυχικών ασθενειών ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των δικαιοδοσιών, αλλά σε πολλές περιπτώσεις, η ακούσια ψυχιατρική θεραπεία επιτρέπεται όταν κρίνεται οτι υπάρχει ρίσκο για τον ασθενή ή άλλους εξαιτίας της ασθένειάς του.Η ακούσια θεραπεία αναφέρεται στη θεραπεία που χορηγείται βάση των συστάσεων του θεράποντος ψυχιάτρου χωρίς να απαιτεί τη συγκατάθεση του ασθενούς.[56]
Τα θέματα ψυχικής υγείας όπως οι διαταραχές της διάθεσης, η σχιζοφρένεια και άλλες ψυχωτικές διαταραχές ήταν οι πιο κοινές αρχικές διαγνώσεις για το Medicaid στις Η.Π.Α. το 2012.[57]
Εσωτερικοί ασθενείςΟι ψυχιατρικές θεραπείες έχουν αλλάξει πολύ τις τελευταίες δεκαετίες. Στο παρελθόν, οι ψυχιατρικοί ασθενείς συχνά, νοσηλεύονταν για έξι μήνες ή παραπάνω, ενώ μερικές περιπτώσεις περιελάμβαναν τη νοσηλεία για πολλά χρόνια. Σήμερα, οι άνθρωποι που λαμβάνουν ψυχιατρική θεραπεία είναι πιθανόν να αντιμετωπιστούν ως ασθενείς εκτός νοσοκομείου. Εάν η νοσηλεία είναι απαραίτητη, η παραμονή σε ένα μέσο νοσοκομείο είναι περίπου δύο εβδομάδες, με ένα μικρό αριθμό να απαιτεί μακροχρόνια νοσηλεία.
Οι εσωτερικοί ασθενείς στην ψυχιατρική είναι άνθρωποι που εισάγονται σε ένα νοσοκομείο ή σε μία κλινική ώστε να λάβουν ψυχιατρική φροντίδα. Μερικοί που εισάγονται χωρίς τη θέλησή τους, ίσως εσωκλείονται σε ένα ασφαλές νοσοκομείο ή σε μερικές περιπτώσεις σε κάποια εγκατάσταση μέσα σε ένα σωφρονιστικό σύστημα.Σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α. και του Καναδά, τα κριτήρια για την εισαγωγή χωρίς τη θέληση του ασθενούς ποικίλλουν και αφορούν την τοπική δικαιοδοσία. Μπορεί να είναι τόσο ελεύθεροι εάν έχουν μία ψυχική διαταραχή, ή περιορισμένοι εάν αποτελούν άμεσο κίνδυνο για τους εαυτούς ή/και άλλους. Η διαθεσιμότητα των κρεβατιών είναι συχνά ο κύριος λόγος για την απόφαση εισαγωγής ενός ασθενούς σε πιεσμένες δημόσιες εγκαταστάσεις. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα περιορίζει την κράτηση σε πιστοποιημένες ιατρικά υποθέσεις ψυχικής διαταραχής και προσθέτει το δικαίωμα του έγκαιρου δικαστικού ελέγχου της κράτησης.
Οι άνθρωποι μπορούν να εισαχθούν εθελοντικά αν ο θεράπων ιατρός θεωρεί ότι η ασφάλεια δεν διακινδυνεύεται από αυτήν τη λιγότερο περιοριστική επιλογή.People may be admitted voluntarily if the treating doctor considers that safety isn't compromised by this less restrictive option.Οι θάλαμοι των εσωτερικών ασθενών της ψυχιατρικής μπορεί να είναι ασφαλείς( για αυτούς που φέρεται να έχουν ένα συγκεκριμένο ρίσκο βίας ή αυτοτραυματισμού) ή ξεκλείδωτο/ανοιχτό.Μερικοί θάλαμοι είναι μεικτοί ενώ οι θάλαμοι ίδιου φύλου είναι ολοένα και πιο ευνοημένες για την προστασία των γυναικών που είναι εσωτερικοί ασθενείς.Μέσα στη φροντίδα του νοσοκομείου, τα άτομα αξιολογούνται, ελέγχονται και συχνά τους χορηγείται αγωγή και φροντίδα από μία πολυεπιστημονική ομάδα, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει ιατρούς, φαρμακοποιούς, ψυχιατρικές νοσοκόμες, κλινικοί ψυχολόγοι,ψυχοθεραπευτές, κοινωνικοί λειτουργοί και εργοθεραπευτές.Εάν ένα άτομο που λαμβάνει θεραπεία σε ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο θεωρηθεί ότι παρουσιάζει κάποιο ρίσκο να βλάψει τον εαυτό του ή άλλους, τότε μπορεί να μπει σε συνεχή ή διακοπτόμενη επίβλεψη ένας προς έναν και μπορεί να είναι σωματικά περιορισμένος ή φαρμακευτικά. Τα άτομα σε εσωτερικούς θαλάμους μπορεί να επιτρέπεται να φεύγουν για κάποιες περιόδους, είτε με συνοδεία ή μόνοι τους.[58]
Σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, υπάρχει μια μαζική μείωση των ψυχιατρικών κρεβατιών από μέσα του εικοστού αιώνα, με την ανάπτυξη της κοινοτικής φροντίδας.Οι προδιαγραφές της εσωτερικής φροντίδας ασθενών παραμένει πρόκληση σε μερικά δημόσια και ιδιωτικά ιδρύματα, εξαιτίας του επιπέδου της χρηματοδότησης και οι εγκαταστάσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι τυπικά υπερβολικά ακατάλληλα εξαιτίας του ίδιου λόγου.Ακόμα και στις αναπτυγμένες χώρες, τα προγράμματα σε δημόσια νοσοκομεία ποικίλλουν. Μερικά μπορεί να προσφέρουν δομημένες δραστηριότητες και θεραπείες που προσφέρονται από πολλές προοπτικές , ενώ άλλα μπορεί να έχουν χρηματοδότηση μόνο για χορήγηση φαρμάκων και έλεγχο των ασθενών.Αυτό μπορεί να είναι προβληματικό αφού το μέγιστο επίπεδο της θεραπευτικής εργασίας δεν λαμβάνει χώρα στο περιβάλλον του νοσοκομείου.Αυτό εξηγεί γιατί να νοσοκομεία χρησιμοποιούνται σε περιορισμένες περιπτώσεις και στιγμές κρίσεων στις οποίες οι ασθενείς αποτελούν άμεση απειλή για τους εαυτούς τους ή τους άλλους.Εναλλακτικές στα ψυχιατρικά ιδρύματα που μπορούν να προσφέρουν ενεργά περισσότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις αποτελούν τα κέντρα αποτοξίνωσης.
Θεραπεία εκτός νοσοκομείουΟι θεραπείες εκτός νοσοκομείου περιλαμβάνουν περιοδικές επισκέψεις σε ψυχίατρο για συμβουλές στο γραφείο του/της, ή στην κοινοτική κλινική. Οι αρχικές συνεδρίες, στις οποίες ο ψυχίατρος αξιολογεί τον ασθενή διαρκεί 45 με 75 λεπτά. Οι επόμενες συνεδρίες έχουν λιγότερη διάρκεια, δηλ. 15 με 30 λεπτά, ενώ ο ιατρός επικεντρώνεται σε ρύθμιση της αγωγής, στον έλεγχο πιθανών αντιδράσεων στα φάρμακα, στην πιθανή επίδραση άλλων ψυχικών διαταραχών στη νοητική και συναισθηματική λειτουργία του ασθενή και στο να τον συμβουλεύουν σχετικά με αλλαγές που θα χρειαστεί να κάνουν ώστε να διευκολύνουν τη θεραπεία και να μειώσουν την εμφάνιση συμπτωμάτων. (π.χ. άσκηση, τεχνικές νοητικής θεραπείας, υγιεινή του ύπνου και πολλά άλλα).Η συχνότητα με την οποία ένας ψυχίατρος παρακολουθεί έναν ασθενή ποικίλλει ευρέως, από μία φορά το μήνα μέχρι δύο φορές το χρόνο, και εξαρτάται από τον τύπο , τη σοβαρότητα και τη σταθερότητα της κατάστασης κάθε ατόμου και επίσης στο τι θα αποφασίσει ο ιατρός με τον ασθενή οτι θα ήταν το καλύτερο.
Με αυξανόμενο ρυθμό, οι ψυχίατροι περιορίζουν τις πρακτικές τους στην ψυχοφαρμακολογία (συνταγογράφηση), το οποίο αντιτίθεται σε προηγούμενες μεθόδους στις οποίες ο ψυχίατρος παρέχει παραδοσιακά 50λεπτες συνεδρίες, όπου η ψυχοφαρμακολογία αποτελεί ένα μέρος, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της συμβουλευτικής καταλάμβανε η "λογο-θεραπεία" Αυτή η αλλαγή άρχισε στις αρχές του 1980 και επιταχύνθηκε το 1999 και το 2000.[59] 'Ενας κύριος λόγος για αυτή την αλλαγή ήταν ο ερχομός της διαχείρισης των ασφαλιστικών προγραμμάτων φροντίδας, τα οποία άρχισαν να περιορίζουν την αποζημίωση των ψυχοθεραπευτικών συνεδριών που παρέχονταν απ'τους ψυχιάτρους.Η βασική παραδοχή ήταν ότι η ψυχοφαρμακολογία ήταν τουλάχιστον τόσο αποτελεσματική όσο η ψυχοθεραπεία, και θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί πιο αποτελεσματικά εφόσον χρειαζόταν λιγότερος χρόνος για το ραντεβού.[60][61][62][63][64][65] Για παράδειγμα, οι περισσότεροι ψυχίατροι προγραμματίζουν τρία ή τέσσερα συνεχόμενα ραντεβού την ώρα, το οποίο αντιτίθεται στην παρακολούθηση ενός ασθενή ανά ώρα στο παραδοσιακό ψυχοθεραπευτικό μοντέλο. Εξαιτίας αυτής της αλλαγής στα μοντέλα τις πρακτικής, οι ψυχίατροι συχνά παραπέμπουν τους ασθενείς, για τους οποίους πιστεύουν ότι θα επωφεληθούν απ'την ψυχοθεραπεία σε άλλους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, όπως κοινωνικοί λειτουργοί και ψυχολόγοι.[66]
Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A8%CF%85%CF%87%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE